- εναμμα
- ἔναμμαἔν-αμμα-ατος τό [ἐνάπτο I]1) петля
(τῆς ἀγκύλης Plut.)
2) повязкаτὸ ἔ. τῆς νεβρίδος Diod. — плащ из оленьей шкуры
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ἀγκύλης Plut.)
τὸ ἔ. τῆς νεβρίδος Diod. — плащ из оленьей шкуры
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έναμμα — ἔναμμα, το (Α) 1. αυτό με το οποίο προσδένουμε κάτι, δεσμός, ιμάντας («τό... ἔναμμα τῆς ἀγκύλης», Πλούτ.) 2. ένδυμα, ιμάτιο, ρούχο, σκέπασμα … Dictionary of Greek
ἔναμμα — thing bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναμμ' — ἔναμμα , ἔναμμα thing bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)